λιάνισμα

λιάνισμα
το -ατος, το κομμάτιασμα: Αυτό το εργαλείο χρησιμεύει στο λιάνισμα του κρέατος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λιάνισμα — το βλ. λειάνισμα …   Dictionary of Greek

  • κατατεμαχισμός — ο κατακομμάτιασμα, λιάνισμα: Το κρέας θέλει κατατεμαχισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”